- αλιθόστρωτος
- η , ο [ος , ον ] немощёный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιθόστρωτος — η, ο [λιθόστρωτος] αυτός που δεν έχει στρωθεί με πέτρες, ο χωρίς λιθόστρωση … Dictionary of Greek
αλιθόστρωτος — η, ο αυτός που δε στρώθηκε με πέτρα: Αρκετοί δρόμοι στο χωριό ήταν τότε αλιθόστρωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)